- παραλής
- ο(λ. τουρκ.), θηλ. -ού αυτός που έχει πολλούς παράδες, ο πλούσιος, αλλιώς λεφτάς: Βρήκε ένα γέρο παραλή και τον ξεπουπουλίζει κανονικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.