παραλής

παραλής
ο
(λ. τουρκ.), θηλ. -ού αυτός που έχει πολλούς παράδες, ο πλούσιος, αλλιώς λεφτάς: Βρήκε ένα γέρο παραλή και τον ξεπουπουλίζει κανονικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραλής — ο, θηλ. παραλού και παραλίδισσα αυτός που έχει πολλά χρήματα, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parali] …   Dictionary of Greek

  • Παραλής, Γιώργος — (Πολύγυρος 1908 – Θεσσαλονίκη 1980). Ζωγράφος. Τελείωσε το 1933 την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και την ίδια χρονιά πήρε μέρος στην καλλιτεχνική έκθεση του Ζαπείου. Μελέτησε τη βυζαντινή τέχνη στο Άγιο Όρος και στη συνέχεια την παλαιά και σύγχρονη …   Dictionary of Greek

  • ανταλής — ο νησιώτης, ο καταγόμενος από τα νησιά (ιδίως του αρχιπελάγους). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ada «νησί» + (κατάλ.) λης (< τουρκ. κατάλ. –li, που από τουρκ. λέξεις όπως μερακλής, παραλής κ.λ.π. επεκτάθηκε και στον σχηματισμό ελληνικών λέξεων] …   Dictionary of Greek

  • παραδούχος — α, ο αυτός που έχει παράδες, παραλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”